- ενδόθερμος
- -η, -οχαρακτηρισμός φαινομένων που συνοδεύονται από απορρόφηση ενέργειας με τη μορφή θερμοκρασίας («ενδόθερμες χημικές αντιδράσεις»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μπερτελό, Πιερ Εζέν Μαρσελέν — (Pierre Eugene Marcelain Bertelot, Παρίσι 1827 – 1907). Γάλλος χημικός. Το 1859 κατέλαβε την έδρα της οργανικής χημείας στη φαρμακευτική σχολή και το 1864 την έδρα της οργανικής χημείας στο Κολέγιο της Γαλλίας. Το 1901 έγινε μέλος της Γαλλικής… … Dictionary of Greek